- προπάσχω
- Α1. υφίσταμαι κάτι πρώτος, πριν από κάποιον άλλο ή προηγουμένως (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», Πλάτ.β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», Θουκ.)2. ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ προηγουμένως, («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)3. είμαι από πρὶν φτειαγμένος...
Dictionary of Greek. 2013.